υβριστής

υβριστής
ο , υβρίστρια η
1) сквернослов; 2) оскорбитель, -ница, обидчи|к, -ца

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "υβριστής" в других словарях:

  • ὑβριστῇς — ὑβριστής violent masc dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑβριστής — violent masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υβριστής — ο / ὑβριστής, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ὑβρίκτας, και τ. θηλ. ὕβριστις, ίστιδος, Α [ὑβρίζω] νεοελλ. πρόσωπο που υβρίζει ή συνηθίζει να υβρίζει, βλάσφημος μσν. αρχ. θρασύς, αναιδής ή βίαιος αρχ. 1. ακόλαστος, ασελγής 2. (για ζώο) ατίθασος 3. (για φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • υβριστής — ο θηλ. ίστρια αυτός που συστηματικά εκστομίζει υβριστικές λέξεις και φράσεις, ο βρισιάρης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑβρίστης — ὕβριστος wanton fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑβρισταῖν — ὑβριστής violent masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑβρισταῖς — ὑβριστής violent masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑβρισταί — ὑβριστής violent masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑβριστοῦ — ὑβριστής violent masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑβριστῇ — ὑβριστής violent masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑβριστῇσι — ὑβριστής violent masc dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»